εἴσειμι

εἴσειμι
εἴσειμι (εἰς + εἶμι) inf. εἰσιέναι, ptc. εἰσιών; impf. εἰσῄειν (Hom. et al.; ins, pap, LXX, Joseph., Just. A I, 47, 6) to enter an area, go in/into εἴς τι someth. (SIG 982, 3 εἰς τὸν ναόν; UPZ 162 VIII, 19 [117 B.C.]; Ex 28:29; Jos., Bell. 3, 325, Ant. 3, 269 εἰς τὸ ἱερόν): the temple Ac 3:3; 21:26; cp. Hb 9:6; MPol 9:1. εἰς τὸν οἶκον GJs 11:1. πρός τινα to someone (Soph., Phil. 953; X., Cyr. 2, 4, 5; TestJos 3:6) Ac 21:18.—Frisk s.v. εἶμι. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • είσειμι — εἴσειμι (Α) 1. εισέρχομαι, παρουσιάζομαι μπροστά σε κάποιον («οὐκ Ἀχιλῆος ὀφθαλμοὺς εἴσειμι») 2. (για χορό ή υποκριτές) παρουσιάζομαι στη σκηνή 3. (για δημόσιους αγορητές ή δικαστές) εμφανίζομαι στο δικαστήριο, στην εκκλησία τού δήμου 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • εἴσειμι — enter pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴσιτον — εἴσειμι enter pres imperat act 2nd dual εἴσειμι enter pres ind act 2nd dual εἴσειμι enter pres ind act 3rd dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσιόν — εἴσειμι enter pres part act masc voc sg εἴσειμι enter pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσιόντα — εἴσειμι enter pres part act masc acc sg εἴσειμι enter pres part act neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσιόντων — εἴσειμι enter pres imperat act 3rd pl εἴσειμι enter pres part act masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσῄειν — εἴσειμι enter imperf ind act 1st sg εἴσειμι enter imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴσειμ' — εἴσειμι , εἴσειμι enter pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴσιτε — εἴσειμι enter pres imperat act 2nd pl εἴσειμι enter pres ind act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσιόν — εἴσειμι enter pres part act masc voc sg εἴσειμι enter pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσιόντα — εἴσειμι enter pres part act masc acc sg εἴσειμι enter pres part act neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”